- μελίγρα
- ηβλ. μελίγκρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελίγκρα — Βλ. λ. αφίς. * * * και μελίγρα, η ζωολ. κοινή ονομασία τών αφιδών, μικροσκοπικών φυτοφάγων εντόμων που προσβάλλουν κατά την άνοιξη τα φυτά απομυζώντας τους χυμούς ή το πλάσμα τών κυττάρων και επιφέρουν την πλήρη αποξήρανση ολόκληρων οργάνων … Dictionary of Greek